yesterday | χτες |
Yesterday I went home early. | Χτες πήγα σπίτι νωρίς. |
at noon | το μεσημέρι |
Yesterday at noon I ate bread and drank tea. | Χτες το μεσημέρι έφαγα ψωμί και ήπια τσάι. |
the man | ο άντρας |
the woman | η γυναίκα |
the friend | ο φίλος |
This man and this woman are my friends. | Αυτός ο άντρας και αυτή η γυναίκα είναι φίλοι μου. |
the child | το παιδί |
to talk | μιλάω |
I am talking with my (female) friend now. | Μιλάω με τη φίλη μου τώρα. |
many | πολύς |
the person | ο άνθρωπος |
Many people are here now. | Πολλοί άνθρωποι είναι εδώ τώρα. |
The child talks with many people. | Το παιδί μιλάει με πολλούς ανθρώπους. |
The woman is at the office now. | Η γυναίκα είναι στο γραφείο τώρα. |
The man is not here today, he is at home. | Ο άντρας δεν είναι εδώ σήμερα, είναι στο σπίτι. |
the dog | ο σκύλος |
big | μεγάλος |
the cat | η γάτα |
small | μικρός |
The dog is big and the cat is small. | Ο σκύλος είναι μεγάλος και η γάτα είναι μικρή. |
under | κάτω από |
the table | το τραπέζι |
on | πάνω σε |
The cat is under the table and the dog is on the bed. | Η γάτα είναι κάτω από το τραπέζι και ο σκύλος είναι πάνω στο κρεβάτι. |
the room | το δωμάτιο |
My room is small, but the table is big. | Το δωμάτιό μου είναι μικρό, αλλά το τραπέζι είναι μεγάλο. |
in | σε |
the kitchen | η κουζίνα |
The bread is on the table in the kitchen. | Το ψωμί είναι πάνω στο τραπέζι στην κουζίνα. |
to buy | αγοράζω |
I buy water every day from the supermarket. | Αγοράζω νερό κάθε μέρα από το σούπερ μάρκετ. |
Yesterday I bought coffee, but today I am not buying anything. | Χτες αγόρασα καφέ, αλλά σήμερα δεν αγοράζω τίποτα. |
the metro | το μετρό |
The woman went with the man to the metro. | Η γυναίκα πήγε με τον άντρα στο μετρό. |
to walk | περπατάω |
to | μέχρι |
The child walks slowly to school. | Το παιδί περπατάει αργά μέχρι το σχολείο. |
the bus | το λεωφορείο |
I go by bus and she goes by metro. | Εγώ πάω με το λεωφορείο και αυτή πάει με το μετρό. |
to take | παίρνω |
I take the metro every day. | Παίρνω το μετρό κάθε μέρα. |
Today I am not walking, because I took the bus. | Σήμερα δεν περπατάω, γιατί πήρα το λεωφορείο. |
to help | βοηθάω |
Can you help me now? | Μπορείς να με βοηθήσεις τώρα; |
if | αν |
If you want, we go by metro and then we walk. | Αν θες, πάμε με το μετρό και περπατάμε μετά. |
the city | η πόλη |
near | κοντά |
far | μακριά |
Is your city near or far from here? | Η πόλη σου είναι κοντά ή μακριά από εδώ; |
If the city is far, I will come tomorrow. | Αν η πόλη είναι μακριά, θα έρθω αύριο. |
a lot | πολύ |
People here help a lot. | Οι άνθρωποι εδώ βοηθάνε πολύ. |
maybe | ίσως |
Maybe I will go home early today. | Ίσως πάω σπίτι νωρίς σήμερα. |
Maybe I don't have work at noon. | Ίσως δεν έχω δουλειά το μεσημέρι. |
The house is near, it is not far. | Το σπίτι είναι κοντά, δεν είναι μακριά. |
Yesterday I worked a lot at the office. | Χτες δούλεψα πολύ στο γραφείο. |
on the weekend | το σαββατοκύριακο |
On the weekend we eat together at noon. | Το Σαββατοκύριακο τρώμε μαζί το μεσημέρι. |
Do you want us to go to the city on the weekend? | Θέλεις να πάμε στην πόλη το Σαββατοκύριακο; |
Please, can you help me with the bus? | Σας παρακαλώ, μπορείτε να με βοηθήσετε με το λεωφορείο; |
Where is your friend's room? | Πού είναι το δωμάτιο της φίλης σου; |
I will help you if you come early. | Θα σε βοηθήσω αν έρθεις νωρίς. |
My mom is in the kitchen now. | Η μαμά μου είναι στην κουζίνα τώρα. |
The dog is under the table now. | Ο σκύλος είναι κάτω από το τραπέζι τώρα. |