WordyaymakMeaning1. εξαπλώνω, 2. διαδίδω, 3. εκπέμπωPart of speechPronunciationCourseΜαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά)LessonC1 / 3ο κεφάλαιο / Ονόματα