WordkasılmakMeaning1. συσπώμαι, 2. περηφανεύομαι, καυχιέμαιPart of speechPronunciationCourseΜαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά)LessonC1 / 2ο κεφάλαιο / Ρήματα