WordişlemekMeaning1. ενεργώ, κάνω, 2. επεξεργάζομαι, 3. βάζω σε λειτουργίαPart of speechPronunciationCourseΜαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά)LessonC1 / 2ο κεφάλαιο / Ρήματα