WordkanaatMeaning1. γνώμη, αντίληψη, πεποίθηση, 2. λιτότητα, ολιγάρκειαPart of speechPronunciationCourseΜαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά)LessonC1 / 2ο κεφάλαιο / Ονόματα / Μέρος 1