WordçekinmekMeaning1. δειλιάζω, φοβάμαι, 2. διστάζω, ντρέπομαιPart of speechPronunciationCourseΜαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά)LessonC1 / 2ο κεφάλαιο / Ονόματα / Μέρος 1