Μαθήματα Τουρκικών (Ελληνικά) 4 - Ρήματα

QuestionAnswer
έρχομαιgelmek
φεύγωgitmek
δίνωvermek
παίρνωalmak
διαβάζωokumak
γράφωyazmak
αγοράζωsatın almak
πουλάωsatmak
πίνωiçmek
τρώωyemek
κάθομαιoturmak
περπατάωyürümek
βλέπωgörmek
εργάζομαι, δουλεύωçalışmak
προσπαθώçalışmak
τοποθετώkoymak
αγαπώsevmek
ακοώω (αίσθηση ακοής)duymak
ακούω (παρακολουθώ τον συνομιλητή)dinlemek
πέφτωdüşmek
λέωdemek
δοκιμάζωtatmak
βοσκάωgütmek
κανω, φτιαχνω (βοηθ)etmek
χορεύωdans etmek
αισθανομαιhissetmek
παρακολουθω (s)seyretmek
μαθαίνωöğrenmek
ξερω, γνωριζω κτbilmek
γνωριζω καποιονtanımak
μένω (k)kalmak
κοιμάμαιuyumak
κανω, φτιαχνω (y)yapmak
τραβάω, έλκωçekmek
κλανωosurmak
ανοιγωaçmak
θελωistemek
καθαρίζωtemizlemek
κλεινω κτ, σβηνω (πχ την πορτα)kapatmak
κοιτάζω σεbakmak
προσεχω καποιον, φροντιζωbakmak
πιστευωinanmak
βγαζω καποιον βολταgezdirmek
βγαινω βολτα, ταξιδευωgezmek
ψαρευω ψαριαbalık tutmak
κραταωtutmak
νομιζω, σκεφτομαιdüşünmek
καθομαι, ζω καπουoturmak
βγαινω, φευγωçıkmak
φοβαμαιkorkmak
γελαωgülmek
να ειμαι, να υπαρχωolmak
χτυπαω καποιονdövmek
μετραωsaymak
μισωnefret etmek
στελνωgöndermek
ποναωacımak
σπαωkırmak
σχεδιαζωçizmek
ποναωağrımak
βουρτσιζω, χτενιζωfırçalamak
γριλιζω, γουργουριζωguruldamak
ιδρωνωterlemek
κανω μασαζmasaj yapmak
πεταωuçmak
καιω κατιyakmak
ματωνωkanamak
κοβω, διακοπτωkesmek
περιμενωbeklemek
επηρεαζωetkilemek
επηρεάζομαιetkilenmek
χαϊδευωokşamak
εξεταζω, ερευνωincelemek
ενημερωνω, κοινοποιω, γνωστοποιωbildirmek
αποκτωedinmek
στηνω, ιδρυωkurmak
ερχομαι σε επαφη, επικοινωνωiletişim kurmak
μειωνω, χαμηλωνωazaltmak
παραδίδω κάτιteslim etmek
ρυθμιζω, προσαρμοζωayarlamak
φοραω (ρουχα)giymek
ντυνομαι (τον εαυτο μου)giyinmek
φοραω (αξεσουαρ)takmak
καταλαβαινωanlamak
αγγιζωdokunmak
στριβω, γυριζω, επιστρεφωdönmek
παιζωoynamak
φτιαχνω, επισκευαζωtamir etmek
τρεχω, βιαζομαιkoşmak
γυμναζομαιspor yapmak
ξεχναωunutmak
πασπαλιζω (πχ αλατι στο φαγητο)serpmek
χαλαει κτ (πχ το μηλο)bozulmak
αηδιαζωiğrenmek
μεγαλωνω κατι , μεταβατικο (πχ μια μηλια)yetiştirmek
μιλαω, λεωsöylemek
περναω κατι (πχ τον δρομο)geçmek
συνεχιζωdevam etmek
βρεχειyağmur yağmak
χιονιζειkar yağmak
ριχνει χαλαζιdolu yağmak
βρισκω, ανακαλυπτωbulmak
πεθαινωölmek
ψαχνω, αναζητωaramak
φωναζωbağırmak
ξεκινάωbaşlamak
διαχωριζω, χωριζω κτayrılmak
επιμένωısrar etmek
δοκιμαζω (πχ κατι καινουριο)denemek
κολυμπάωyüzmek
διαιρώ, χωρίζωbölmek
μαγειρευωpişirmek
πληρωνωödemek
καπνιζω τσιγαραsigara içmek
αφηνω κατι, παραταωbırakmak
κοβω το καπνισμαSigara içmeyi bırakmak
αργοπορω, καθυστερωgeç kalmak
σηκωνομαι (πχ το πρωι)kalkmak
απογειωνομαι (το αεροπλανο)kalkmak
φτάνωvarmak
σκοτωνωöldürmek
σκαω, εκριγνυμαιpatlamak
ζωyaşamak
πλενω (πχ πιατα)yıkamak
κανω λαντζαbulaşık yıkamak
τελειωνω κατι, τερματιζω κατιbitirmek
ανεβαίνω (πχ το λεωφορείο)binmek
κανω ενα ντουζduş almak
κανω ενα μπανιοbanyo yapmak
πλένομαι, μπανιαρίζομαιyıkanmak
πλενω τη μπουγαδαçamaşır yıkamak
απλωνω τη μπουγαδα, ρουχαçamaşır asmak
σκουπίζω (πχ το τραπέζι)silmek
πεταω (πχ το μπαλακι, τα σκουπιδια)atmak
χανω (πχ το αεροπλανο)kaçırmak
κατεβαινω (πχ απ το λεωφορειο)inmek
κανω τουρtur yapmak
παω ενα ταξιδι, μια εξορμυσηgeziye çıkmak
ταξιδευωseyahat etmek
αηδιάζω (t)tiksinmek
συμφωνωkatılmak
αρνουμαι, απορριπτωreddetmek
φερνω εδωgetirmek
παρε μακρια (απ το φερνω)götürmek
καταστρέφωyıkmak
σταματάω (d)durmak
νομιζω, σκεφτομαι (s)sanmak
χτυπάω (v)vurmak
παρακολουθώizlemek
προδίδωihanet etmek
μαγειρεύω φαγητόyemek yapmak
μοιράζομαι, κοινοποιώpaylaşmak
συγχαιρωtebrik etmek
βλέπομαι με καποιονgörüşmek
συγχωρώaffetmek
κυλω, ρεωakmak
περιβάλλομαιçevirmek
ψηφιζωoy vermek
διαλεγω, εκλεγωseçmek
κερδίζωkazanmak
εκπροσωπώtemsil etmek
κυβερνάωyönetmek
τα παω καλα (πχ στα μαθηματα)iyi geçmek
μαζευω, συλλεγωtoplamak
σκιζω κτyırtmak
έχει σκιστεί κτyırtılmak
γρατζουναωkaşımak
εμβολιαζω καποιονaşı yapmak
εχω απολυθειtaburcu olmak
χειρουργώ κάποιονameliyat etmek
ψωνιζωalışveriş yapmak
παζαρευω κατιpazarlık yapmak
εχω, κατεχωsahip olmak
χρησιμοποιωkullanmak
αποφασίζωkarar vermek
κλέβωçalmak
ρωτάωsormak
συμπεριφέρομαιdavranmak
βιώνω (πχ την ζωη)tecrübe etmek
βρίσκομαι (να βρεθω)bulunmak
εγκαταλείπω, αφήνω (t)terketmek
πειραματίζομαι με κάτιdeneyimlemek
πειραματίζομαι με κάτι (παθ)deneyimlenmek
γίνομαι, έχει γίνειyapılmak
εξουσιάζομαι απόyönetilmek
ψηφίζομαι απόoy verilmek
ακυρώνωfeshetmek
ακυρώνομαιfeshedilmek
έχω εγκαταληφθεί (παθ)terkedilmek
έχει γραφτείyazılmak
κρεμάστηκαasılmak
καταστρέφωyok etmek
έχω καταστραφεί (παθ)yok edilmek
σκοτώθηκε απόöldürülmek
έχει διαλεχτεί (παθ)seçilmek
παραιτούμαι απ την δουλειαistifa etmek
λιποθυμώbayılmak
θυμώνωkızmak
αποφοιτώmezun olmak
βγάζω λεφτά, κερδίζω λεφτάpara kazanmak